Christo Botev
The highest position in Bulgarian poetry during the Renaissance is held by the work of Christo Botev. As a confession and a summons to someone sounds all his work, which is transferred to the soul, foam, which was proclaimed long before writing, full of signs, which testify to the relation of this folk poetry with tradition; or the not so great poetic heritage, which left us, awards him the position of genius of Bulgarian literature. Botev is present in every line of Bulgarian literature, in the Bulgarian language itself, from him come many branches of speech, themes, patterns, images, impressions, types of style and currents.
Την ψηλότερη θέση στη βουλγαρική ποίηση κατά την Αναγέννηση, κατέχει το έργο του Χρίστο Μπότεβ. Σαν εξομολόγηση και κλήτευση σε κάποιον ηχεί όλο το έργο του, που μεταφέρεται στην ψυχή, αφρός, που διακηρύχθηκε πολύ πριν από τη γραφή, γεμάτο σημάδια, που μαρτυρούν για τη σχέση αυτής της λαογραφικής ποίησης με την παράδοση• η όχι μεγάλη ποιητική κληρονομιά, που μας άφησε, του απονέμει τη θέση τής μεγαλοφυίας της βουλγαρικής λογοτεχνίας. Ο Μπότεβ είναι παρών σε κάθε γραμμή της βουλγαρικής λογοτεχνίας, στον ίδιο τον βουλγαρικό λόγο, απ’ αυτόν προέρχονται πολλά λεκτικά κλαδιά, θέματα, μοτίβα, εικόνες, εντυπώσεις, είδη ύφους και ρεύματα.
Μιμή Νίτσεβα,
Πρόεδρος του Επιμορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου «Εθνεγέρτες»
Към брата си
Тежко, брате, се живее между глупци неразбрани; душата ми в огън тлее, сърцето ми в люти рани. Отечество мило любя, неговият завет пазя; но себе си, брате, губя, тия глупци като мразя. Мечти мрачни, мисли бурни са разпалили душа млада; ах, ръка си кой ще турне на туй сърце, дето страда? Никой, никой! То не знае нито радост, ни свобода; а безумно как играе в отзив на плач из народа! Често, брате, скришом плача над народен гроб печален; но, кажи ми, що да тача в тоя мъртъв свят коварен? Нищо, нищо! Отзив няма на глас искрен, благороден, пък и твойта й душа няма на глас божий - плач народен! |
Προς τ’ αδέλφι μου Αδέλφι, ζει κανείς βαριά με ηλίθιους, που δεν καταλαβαίνουν• η ψυχή μου λιώνει στη φωτιά, η καρδιά μου στις πληγές που χαίνουν. Τη γλυκιά Πατρίδα αγαπώ, τη διαθήκη της φυλάω• μα τους ηλίθιους σαν μισώ. τον εαυτό μου, αδέλφι, χάνω. Σκοτεινή ελπίδα, θυελλώδης σκέψη άναψαν τη νεαρή ψυχή• αχ, ποιος με το χέρι του θα στέψει τούτη την καρδιά, που πονεί; Ουδείς! Η καρδιά μου δεν νογάει μηδέ χαρά, μηδέ ελευθερία• αλλά πως άμυαλα χτυπάει σαν ακούει του λαού τη δυστυχία! Συχνά, αδέλφι, θέλω να δακρίσω θλιμμένος, σε τάφο λαϊκό• μα, πες μου, τι να εκτιμήσω σε κόσμο ύπουλο, νεκρό; Τίποτα! Ανταπόκριση σαν δεν υπάρχει στη φωνή ειλικρινή, ευγενική, ενώ και η ψυχή σου δεν υπάρχει στη φωνή θεού – θλίψη λαϊκή! |
Leave your comments
Post comment as a guest